- τιμώμενος
- τῑμώμενος , τιμάωhonourpres part mp masc nom sgτιμόωpres part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DISARES — memoratus Tertull. Apologet. c. 24. Unicuique etiam provinciae et civitati, suus Deus est: ut Syriae Astartes, ut Arabiae Disares: Arabum fuit Numen, Dusares Steph. sive Hermolao Byzantio dictus, ubi ait, Δουσάρη, σκόπελος καὶ κορυφὴ ὑ ψηλοτάτη… … Hofmann J. Lexicon universale
DYSARES — Arabum Deus, idem cum Dionysio, sive Sole. Vox uti suspicatur Voss. ex duts et arets, quorum prius gaudium, alterum notat terram. Disares Tertulliano dicitur Apolog c. 24. Unicuique etiam provinciae et civitati suus Deus est, ut Syriae Astarte,… … Hofmann J. Lexicon universale
εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
πολύβλεπτος — ον, Μ πολύ τιμώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλεπτος (< βλέπω), πρβλ. περί βλεπτος] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
τιβάθων — Α (κατά τον Ησύχ.) «τιμώμενος» … Dictionary of Greek
Δεληγιαννάκης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τα Σφακιά της Κρήτης, η οποία εγκαταστάθηκε στην Αργυρούπολη της Κρήτης, όπου τους δόθηκε το παρωνύμιο Φασούληδες. 1. Γεώργιος (1792 – 1822). Πολέμησε στο Ρέθυμνο και διορίστηκε πεντακοσίαρχος, τιμώμενος… … Dictionary of Greek
Κλόπστοκ, Φρίντριχ Γκότλιμπ — (Friedrich Gottlieb Klopstock, Κβέντλινμπουργκ 1724 – Αμβούργο 1803). Γερμανός ποιητής και δραματουργός. Από τα φοιτητικά του ήδη χρόνια, στη Λειψία, ξεκίνησε τη συγγραφή του ποιήματος Μεσσίας (1748 73). Μετά τη δημοσίευση των πρώτων ασμάτων που… … Dictionary of Greek